- ορθογράφος
- οαυτός που γνωρίζει ορθογραφία, που γράφει σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀρθογράφος — orthographer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθογράφος — ο (Α ὀρθογράφος, ον) αυτός που γράφει σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες, αυτός που γνωρίζει ορθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γράφος*] … Dictionary of Greek
ορθόγραφος — η, ο γραμμένος ορθά, ορθογραφημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γραφος*] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ortógrafo — ► sustantivo GRAMÁTICA Persona dedicada al estudio de la ortografía. * * * ortógrafo, a n. Persona que se ocupa o trata de ortografía. * * * ortógrafo, fa. (Del lat. orthogrăphus, y este del gr. ὀρθογράφος). m. y f. Person … Enciclopedia Universal
ανορθόγραφος — η, ο και ανορθόγραφος, ο 1. αυτός που κάνει ορθογραφικά σφάλματα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που περιέχει ορθογραφικά σφάλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
μεγαλογράφος — μεγαλογράφος, ον (Α) αυτός που γράφει για σπουδαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο γράφος, ορθογράφος] … Dictionary of Greek
ortógrafo — ortógrafo, fa (Del lat. orthogrăphus, y este del gr. ὀρθογράφος). m. y f. Persona que sabe o profesa la ortografía … Diccionario de la lengua española